οστό

οστό
το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον)
υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο
νεοελλ.
φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά»
(για ιδέα, προσπάθεια ή σκοπό) υλοποιούμαι, πραγματοποιούμαι
β) «μέχρι μυελού οστέων» — ώς το κόκαλο, τελείως, εντελώς
γ) «είναι σαρξ εκ τής σαρκός μου και οστούν εκ τών οστών μου»
i) είναι παιδί μου, είναι κατάδικός μου
ίί) είναι εντελώς ίδιος με μένα ως προς τον χαρακτήρα
αρχ.
1. ο πυρήνας τών καρπών
2. καθετί όμοιο, ιδίως ως προς τη σκληρότητα, με το οστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. όν. για το κόκαλο, που απαντά με ποικίλες μορφές στις ΙΕ γλώσσες. Ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ost(h)-i- «κόκαλο» και συνδέεται με αβεστ. ast-, αρχ. ινδ. asthi, χεττιτ. haštai. To ελλ. ὀστέον πρέπει να έχει προέλθει από *ὄστειον (πρβλ. όστρειον: όστρεον) με θεματικοποίηση τής ρίζας, ενώ το λατ. os, ossis εμφανίζει θ. oss-, που δύσκολα μπορεί να ερμηνευθεί με τη ρίζα *ost(h)-. Με τη λ. ὀστοῦν συνδέονται οι λ. ὀστακός / ἀστακός, ὄστρακο, ἀστράγαλος. Τέλος, η λ. ὀστέον / ὀστοῦν απαντά ως α' συνθετικό λέξεων με τις μορφές ὀστεο- και ὀστο-. Ειδικότερα ο τ. οστεο- απαντά σε πολλούς επιστημον. όρους, οι οποίοι έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι.
ΠΑΡ. οστάριο(ν), οστέϊνος, οστεώδης, οστίτης
μσν.- νεοελλ.
οστέωσις(-η)
νεοελλ.
οστεΐτιδα, οστεώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οστάγρα, οστεογενής, οστ(ε)οκόπος, οστεολόγος, οστεουλκός
αρχ.
οσταναβολεύς, οστογλύφος, οστοδέτης, οστοδοχείον, οστοειδής, οστοθήκη, οστοκατεάκτης, οστοκλάστης, οστοκόραξ, οστολόγος, οστομάχιον, οστοποιητικός, οστοφάγος, οστοφυής
αρχ.-μσν.
οστοφαγώ
μσν.
οστεόκολλον, οστοδερμία, οστοτραγώ, οστοφανώ, οστοφόρος
νεοελλ.
οστ(ε)αλγία, οστεάλευρο, οστεάνθρακας, οστεέλαιο, οστεοαραίωση, οστεοαρθρικός, οστεοαρθρίτιδα, οστεοαρθροπάθεια, οστεοβλάστη, οστεοβριθής, οστεογένεση, οστεογλωσσίδες, οστεογόνος, οστεογραφία, οστεοδυστροφία, οστεοειδής, οστεοθήκη, οστεοθλάστης, οστεοϊχθύς, οστεοκλασία, οστεοκλάστης, οστεόκολλα, οστεοκύτταρο, οστεολατυποπαγής, οστεόλιθος, οστεόλιπος, οστεοόλυση, οστεομαλακία, οστεομεταμόσχευση, οστεομετρία, οστεόμορφος, οστεομυελίτιδα, οστεονέκρωση, οστεονοσία, οστεοπάθεια, οστεοπεριοστικός, οστεοπεριοστίτιδα, οστεοπέτρωση, οστεόπισσα, οστεοπλαστία, οστεοποίηση, οστεοπόρωση, οστεορραγία, οστεορραφία, οστεορρήκτης, οστεοσάρκωμα, οστεοσκλήρωση, οστεοσύνθεση, οστεοτομία, οστεοτόμο(-ς), οστεοτρύπανο, οστεοφάγος, οστεόφθιση, οστεοφθόρος, οστεοφυΐα, οστεοφυλάκιο, οστεόφυτο, οστεοψαθύρωση, οστεωδυνία. (Β' συνθετικό) αρχ. ανόστεος, διόστεος, μονόστεος, περιόστεος, πολυόστεος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ηθμοειδές οστό — Οστό που βρίσκεται στη βάση του κρανίου και πίσω από το μετωπιαίο και το οποίο αποτελείται από δύο μέρη: το μέσο και τα πλάγια. Το μέσο περιλαμβάνει το οριζόντιο ή τετρημμένο πέταλο και το κάθετο, που αποτελεί το επάνω μέρος του ρινικού… …   Dictionary of Greek

  • ιερό οστό — Οστό της λεκάνης. Βρίσκεται στο κατώτερο τμήμα της σπονδυλικής στήλης και αρθρώνεται με τα ανώνυμα οστά, σχηματίζοντας το οπίσθιο τμήμα της πυέλου. Είναι μονοφυές, με τριγωνικό σχήμα και ελαφρώς καμπύλο. Αποτελείται από πέντε ιερούς σπονδύλους,… …   Dictionary of Greek

  • λαγόνιο οστό — Πεπλατυσμένο οστό στην πύελο, στο οποίο αναγνωρίζονται πτέρυγα και το σώμα. Το λ. μαζί με το ισχιακό και το ηβικό οστό ενώνονται αρχικά με συγχόνδρωση και αργότερα με συνοστέωση και σχηματίζουν το ανώνυμο οστό της λεκάνης που φέρει την κοτύλη,… …   Dictionary of Greek

  • ηβικό οστό — Ένα από τα τρία οστά που ενώνονται μεταξύ τους με χόνδρο και γύρω στο εικοστό έτος της ηλικίας συνοστεώνονται, απαρτίζοντας έτσι το ανώνυμο οστό της λεκάνης. Τα δύο άλλα οστά ονομάζονται λαγόνιο και ισχιακό …   Dictionary of Greek

  • επιγονατίδα — Οστό που παρεμβάλλεται στον τένοντα κατάφυσης του τετρακέφαλου μυός. Έχει σχήμα τριγώνου με κυρτές πλευρές και η πίσω επιφάνεια γλιστράει πάνω στους κονδύλους του μηριαίου οστού παίρνοντας μέρος στην άρθρωση του γονάτου. Η ε. μπορεί να υποστεί… …   Dictionary of Greek

  • κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • κρόταφος — Η πλάγια πλευρά της κεφαλής, που περικλείεται από το μάτι και το αφτί. Βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο και αντιστοιχεί με το λεπιδοειδές μέρος του κροταφικού οστού και τον κροταφίτη μυ, που βρίσκεται πάνω του. κροταφική αρτηρίτιδα.… …   Dictionary of Greek

  • πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… …   Dictionary of Greek

  • βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό …   Dictionary of Greek

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”